- ιερόθυτος
- ἱερόθυτος, -ον (Α)1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.)2. ο αφιερωμένος σε θεό3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτατα θύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -θυτος (< θύώ), πρβλ. θεό-θυτος, πάν-θυτος].
Dictionary of Greek. 2013.